- φιλήτης
- Επώνυμο Ελλήνων λογίων από την Ήπειρο.
1. Αναστάσιος (Ζίτσα 1793 – Βουκουρέστι 1883). Αφού σπούδασε νομικά στην Πίζα, χρημάτισε δικηγόρος στο Βουκουρέστι από το 1832 έως τον θάνατό του. Με διαθήκη παραχώρησε την περιουσία του στον Σύλλογο για τη Διάδοση των Eλληνικών Γραμμάτων, ώστε να μπορούν νέοι από τη Ζίτσα να σπουδάζουν στο εξωτερικό. Ένα χρηματικό ποσό κληροδότησε και στη σχολή της Ζίτσας, η οποία ιδρύθηκε από τον θείο του Κωνσταντίνο, επίσκοπο Μπουζαίου. Τη βιβλιοθήκη του κληροδότησε στη Ζωσιμαία Σχολή των Ιωαννίνων. Ο ανιψιός του Δημήτριος Κ.Φ. ίδρυσε στη Ζίτσα το Φιλήτειο Παρθεναγωγείο.
2. Δοσίθεος (1734 – 1826). Μητροπολίτης Ουγγαροβλαχίας και προστάτης των ελληνικών γραμμάτων. Καταγόταν από την Πογδόγιαννη της Ηπείρου και το κοσμικό του όνομα ήταν Δημήτριος. Μαθητής του Κοσμά Μπαλάνου, εκπαιδεύτηκε με έξοδα του ηγούμενου του Προφήτη Ηλία στη Ζίτσα, όπου ήταν μοναχός. Το 1764 στάλθηκε στο Βουκουρέστι ως αρχιμανδρίτης και ηγούμενος της μονής του Aγίου Ιωάννη. Αργότερα έγινε επίσκοπος Μπουζαίου και τέλος μητροπολίτης Ουγγαροβλαχίας. Ο Φ. έτρεφε πατριωτικά αισθήματα και με κάθε τρόπο βοήθησε τόσο την Επανάσταση του 1821 όσο και τους Έλληνες της διασποράς. Με χρήματα που διέθεσε χτίστηκαν σχολεία στη Βλαχία και στην Ήπειρο, εξαγοράστηκαν αιχμάλωτοι των Τούρκων, προικίστηκαν και σπούδασαν άπορα Eλληνόπουλα.
3. Κωνσταντίνος (1763 – 1827). Ιατροφιλόσοφος. Ήταν ανιψιός του μητροπολίτη Δοσίθεου. Τέλειωσε το σχολείο στα Γιάννενα και κατόπιν πήγε στη Βλαχία. Με έξοδα του θείου του, σπούδασε ιατρική στη Γερμανία και άσκησε το επάγγελμα του γιατρού στο Βουκουρέστι. Από το 1811, διετέλεσε μέλος της ελληνορωμαϊκής φιλολογικής εταιρείας του Βουκουρεστίου. Το 1813 ίδρυσε σχολή στη Ζίτσα και δώρησε σε αυτή μια αξιόλογη βιβλιοθήκη. Από το 1820, ζούσε στο Κισνόβιο. Στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης ήταν μέλος του κομιτάτου που εργαζόταν για την εξαγορά Ελλήνων αιχμαλώτων των Τούρκων.
* * *και φηλήτης, ὁ, Ααπατεώνας, κλέφτης, λωποδύτης.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.. Η υπόθεση τών Αρχαίων ότι η λ. φιλήτης έχει σχηματιστεί από το απρμφ. αορ. ὑφελέσθαι τού ρ. ὑφαιρῶ, -οῦμαι «ληστεύω, αφαιρώ, αποσπώ», μέσω ενός αμάρτυρου τ. *ὑφειλέτης παραμένει ανεπιβεβαίωτη. Εξάλλου, η γρφ. φηλήτης είναι μτγν., οφείλεται σε παρετυμολ. επίδραση τής λ. φηλός* «απατεώνας» και δεν διευκολύνει την ετυμολόγηση τής λ.].
Dictionary of Greek. 2013.